ομοσαρκία

ομοσαρκία
ὁμοσαρκία, ἡ (Μ) [ομόσαρκος]
η ένωση τών σαρκών τού άνδρα και τής γυναίκας με τον γάμο («ὁμοσαρκία παιδουργός», Μιχ. Ακομ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”